Aντιαιμοπεταλιακά και οφθαλμολογικές επεμβάσεις
Aντιαιμοπεταλιακά φάρμακα είναι το ακετυλοσαλικυλικό οξύ ή αλλιώς ασπιρίνη (aspirin, salospir), η κλοπιδογρέλη (plavix, iscover, clovelen, carder, darxa, heart free, clovix κ.α.), η πρασουγρέλη (efient), το τικαγκρελόρ (brilique), καθώς και τα παλαιότερα διπυριδαμόλη (persantin), η τικλοπιδίνη (ticlid, ticlodone) και η τριφλουζάλη (aflen, reoflen). Υπάρχουν επίσης σκευάσματα που περιέχουν ασπιρίνη και κλοπιδογρέλη σε σταθερό συνδυασμό (Duoplavin, Duocover) και διπυριδαμόλη μαζί με ασπιρίνη (aggrenox). Δρουν εμποδίζοντας τα αιμοπετάλια να συγκολληθούν μεταξύ τους και να δημιουργήσουν θρόμβους.
Αυτά τα φάρμακα χρησιμοποιούνται τόσο για τη θεραπεία όσο και για την πρόληψη των καρδιαγγειακών παθήσεων (στεφανιαία νόσος, νόσος καρωτίδων, περιφερική αρτηριοπάθεια), αλλά αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της θεραπείας των ασθενών που έχουν υποβληθεί σε αγγειοπλαστική με εμφύτευση ενδοστεφανιαίας πρόθεσης, δηλαδή stent. Η πρώιμη διακοπή τους μπορεί να οδηγήσει σε πολύ σοβαρές συνέπειες, όπως η θρόμβωση του stent η οποία έχει θνητότητα της τάξης του 40-50%.
Από την άλλη, σε μία οφθαλμολογική επέμβαση τα φάρμακα αυτά μπορεί να οδηγήσουν σε αυξημένο κίνδυνο αιμορραγίας λόγω της μειωμένης πήξης του αίματος.
Τι γίνεται σε αυτή την περίπτωση λοιπόν, όταν δηλαδή ένας ασθενής που έχει υποβληθεί σε αγγειοπλαστική πρέπει να κάνει ένα οφθαλμολογικό χειρουργείο;
Για τις επεμβάσεις καταρράκτη τα πράγματα φαίνονται να είναι αρκετά απλά. Ο κίνδυνος και η σοβαρότητα της αιμορραγίας λόγω των αντιαιμοπεταλιακών είναι τόσο μικρός που δεν δικαιολογείται η διακοπή τους ενόψει της επέμβασης. Αυτό γίνεται διότι το μέρος του ματιού στο οποίο γίνεται η επέμβαση καταρράκτη δεν έχει αιμοφόρα αγγεία αλλά και λόγω της βελτίωσης των χειρουργικών τεχνικών.
Για άλλες οφθαλμολογικές επεμβάσεις, όπως στραβισμός, γλαύκωμα και επεμβάσεις στο οπίσθιο ημιμόριο του οφθαλμού όπου υπάρχουν αιμοφόρα αγγεία και οι τεχνικές αναισθησίας της περιοχής δεν γίνονται μόνο με κολλύρια, σημαντικό ρόλο στην απόφαση για το αν θα πρέπει να διακοπούν τα αντιαιμοπεταλιακά παίζουν το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την εμφύτευση της ενδοστεφανιαίας πρόθεσης και του οφθαλμολογικού χειρουργείου καθώς και το είδος του stent. Σε γενικές γραμμές όσο μεγαλύτερο είναι αυτό το χρονικό διάστημα, με τόσο μεγαλύτερη ασφάλεια μπορεί να διακοπεί η αγωγή με αντιαιμοπεταλιακά. Χαρακτηριστικά πρέπει να αναφέρουμε ότι μετά την εμφύτευση των παλαιότερων απλών μεταλλικών stent είναι υποχρεωτική η διπλή αντιαιμοπεταλιακή αγωγή με ασπιρίνη και κλοπιδογρέλη για τουλάχιστον τέσσερις εβδομάδες και για τα νεότερα φαρμακευτικά stents για 6 μήνες με ένα χρόνο.
Επίσης, θα πρέπει να αποφασιστεί πόσες ημέρες πριν την επέμβαση θα πρέπει να διακοπούν τα φάρμακα αυτά και πόσες ημέρες μετά θα πρέπει να ξαναρχίσουν. Οι περισσότερες επιστημονικές εταιρείες συμφωνούν ότι όσον αφορά στα οφθαλμολογικά χειρουργεία αρκούν τρεις ημέρες διακοπής για την ασπιρίνη και την κλοπιδογρέλη, 5 ημέρες για το τικαγκρελορ και οι επτά ημέρες για την ισχυρή πρασουγρέλη.
Η επανέναρξη της αγωγής γίνεται συνήθως την ίδια μέρα ή την επομένη της επέμβασης. Επίσης, σύμφωνα τόσο με την ευρωπαϊκή καρδιολογική εταιρεία όσο και με το αμερικάνικο κολλέγιο καρδιολογίας, δεν ενδείκνυται η λεγόμενη θεραπεία «γέφυρα» με χαμηλού μοριακού βάρους ηπαρίνη (ενέσεις στην κοιλιά) ως αντικατάσταση των αντιαιμοπεταλιακών, διότι οι ουσίες αυτές έχουν μικρή επίδραση πάνω στα αιμοπετάλια.
Αρμόδιος για το χειρισμό της αντιαιμοπεταλιακής αγωγής προ και μετά της επέμβασης είναι ο θεράπων καρδιολόγος, σε συνεννόηση πάντα με το θεράποντα οφθαλμίατρο.
Ανακεφαλαιώνοντας, τα αντιαιμοπεταλιακά είναι τα κυριότερα φάρμακα στη θεραπεία ενός ασθενούς που έχει υποβληθεί σε εμφύτευση στεφανιαίας ενδοπρόθεσης και η πρώιμη διακοπή τους μπορεί να έχει καταστροφικά αποτελέσματα. Στις επεμβάσεις καταρράκτη δεν χρειάζεται να διακοπούν στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων. Σε άλλες οφθαλμολογικές επεμβάσεις όπου η πιθανότητα αιμορραγίας είναι μεγαλύτερη και οι επιπτώσεις αυτής μπορεί να είναι πολύ σοβαρές για την όραση του ασθενούς, χρειάζεται η συνεργασία καρδιολόγου οφθαλμιάτρου για τη βέλτιστη ρύθμιση της αγωγής.
Ευάγγελος Βεργόπουλος
Καρδιολόγος