Όλα όσα πρέπει να γνωρίζουμε για την αποκόλληση του υαλοειδούς
Το υαλοειδές (vitreous) είναι ένα οργανικό υλικό υπό μορφή γέλης (ζελέ) το οποίο εντοπίζεται πίσω από τον κρυσταλλοειδή φακό και μπροστά από τον αμφιβληστροειδή και μεταξύ άλλων συντελεί στη διατήρηση του σφαιρικού σχήματος του οφθαλμικού βολβού. Φυσιολογικά, το υαλοειδές είναι επικολλημένο στην επιφάνεια του αμφιβληστροειδούς (έσω αφοριστικός υμένας) και η σύνδεση αυτή είναι σε κάποια σημεία πολύ ισχυρή (βάση υαλοειδούς, περιφέρεια οπτικού νεύρου).
Η Οπίσθια Αποκόλληση του Υαλοειδούς (Posterior Vitreous Detachment ή PVD) αποτελεί μια συχνή κατάσταση η οποία παρουσιάζεται σε ένα ποσοστό 75% των ατόμων άνω των 65 ετών. Με την πάροδο της ηλικίας η πυκνή σύσταση του υαλοειδούς μεταβάλλεται, με αποτέλεσμα να γίνεται πιο λεπτόρρευστη κεντρικά ωθώντας το πιο περιφερικό του τμήμα σε απόσπαση από τον αμφιβληστροειδή. Η οπίσθια αποκόλληση του υαλοειδούς μπορεί να διακριθεί ανάλογα με την έναρξή της σε οξεία (πιο συχνή) ή χρόνια και ανάλογα με την έκτασή της σε πλήρη ή ατελή κατά την οποία παραμένουν υπολειπόμενες υαλοαμφιβληστροειδικές συνδέσεις πίσω από τη βάση του υαλοειδούς.
Τα συμπτώματα της PVD ενδέχεται να περιλαμβάνουν μυιοψίες (μυγάκια) ή/και φωτοψίες (λάμψεις). Τα οπτικά αυτά φαινόμενα μπορούν να λαμβάνουν διάφορες μορφές όπως μικρές κηλίδες, γραμμές ή ακόμη και ιστούς αράχνης, ενώ χαρακτηριστικό είναι πως αλλάζουν θέση σύμφωνα με τις οφθαλμικές κινήσεις. Οι φωτοψίες, πιο συγκεκριμένα, οφείλονται στην αποκόλληση του υαλοειδούς από τις περιοχές ισχυρής σύμφυσής του στον αμφιβληστροειδή λόγω της διέγερσης του τελευταίου, καθώς ο εγκέφαλος ερμηνεύει τα ερεθίσματα αυτού του φωτοευαίσθητου υμένα ως φως.
Για τη διάγνωση της οπίσθιας αποκόλλησης του υαλοειδούς απαιτείται πλήρης οφθαλμολογικός έλεγχος που θα πρέπει οπωσδήποτε να περιλαμβάνει τη μέτρηση της οπτικής οξύτητας, την εξέταση του πρόσθιου υαλοειδούς για τυχόν ύπαρξη χρωστικών κυττάρων (πιθανή ρωγμή αμφιβληστροειδούς) και τη βυθοσκόπηση.
Προς το παρόν δεν υπάρχει καμία φαρμακευτική θεραπεία για την αντιμετώπιση της PVD. Συνήθως, οι ασθενείς αναφέρουν σχετική υποχώρηση των συμπτωμάτων τους μετά την πάροδο περίπου 6 μηνών και οι περισσότεροι συνηθίζουν να βλέπουν με την ύπαρξη των υπολειπόμενων μυιοψιών οι οποίες μπορεί να είναι ενοχλητικές μόνο σε πολύ έντονο φως.
Είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζουμε ότι η οπίσθια αποκόλληση του υαλοειδούς από μόνη της δεν προκαλεί μόνιμη μείωση της όρασης. Κάποιες φορές, ωστόσο, σε σημεία ισχυρής σύνδεσης υαλοειδούς- αμφιβληστροειδούς μπορεί να ασκηθεί βίαιη έλξη οδηγώντας στη δημιουργία ρωγμής (retinal tear), η οποία με τη σειρά της ενδέχεται να καταλήξει σε αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς (retinal detachment) με επακόλουθη ελάττωση της όρασης. Παράγοντες κινδύνου για τη δημιουργία αμφιβληστροειδικής ρωγμής είναι η υψηλή μυωπία, οι προηγηθείσες ενδοφθάλμιες χειρουργικές επεμβάσεις καθώς και το οικογενειακό ιστορικό ρωγμών ή αμφιβληστροειδικών αποκολλήσεων. Συμπτώματα που χαρακτηρίζουν αυτές τις επείγουσες καταστάσεις και για τα οποία οι ασθενείς με PVD θα πρέπει να ενημερώνονται, αποτελούν η ενίσχυση του μεγέθους ή του αριθμού των μυιοψιών, οι αυξανόμενη ένταση στις φωτοψίες, η θόλωση της όρασης ή η αντίληψη της ύπαρξης «κουρτίνας» στο οπτικό πεδίο. Σε περίπτωση εκδήλωσης οποιουδήποτε από τα ανωτέρω χαρακτηριστικά συμπτώματα ο ασθενής θα πρέπει να υποβάλλεται σε άμεσο οφθαλμολογικό έλεγχο καθώς η έγκαιρη αντιμετώπιση μιας πιθανής ρωγμής με laser μπορεί να προλάβει την εκδήλωση αποκόλλησης του αμφιβληστροειδούς που απαιτεί χειρουργική επέμβαση προκειμένου να αποκατασταθεί.
Τέλος, εφόσον η οπίσθια αποκόλληση του υαλοειδούς δε συνοδεύεται από κάποιο περαιτέρω «ύποπτο» σύμπτωμα, καλό θα είναι οι ασθενείς να προσέρχονται για μία τυπική οφθαλμολογική εξέταση μετά από περίπου ένα μήνα από την αρχική εκδήλωση της PVD ώστε να βεβαιωθεί ότι αυτή εξελίχθηκε ομαλά.
Ευγενία Αθανασοπούλου
Χειρουργός Οφθαλμίατρος