Κεντρική Ορώδης Χοριοαμφιβληστροειδοπάθεια
Η Κεντρική Ορώδης Χοριοαμφιβληστροειδοπάθεια (central serous chorioretinopathy, CSC) είναι μια πάθηση που προσβάλλει συνήθως νέα άτομα (30 -40 ετών), μπορεί όμως να εμφανιστεί και σε μεγαλύτερες ηλικίες.
Ο ασθενής συχνά αντιλαμβάνεται ήπια ή μέτρια πτώση της όρασής του, η οποία σε αρκετές περιπτώσεις αποκαθίσταται σε μεγάλο βαθμό, χωρίς θεραπεία, μετά από λίγες εβδομάδες ή μήνες. Επειδή όμως πρόκειται για χρόνια νόσο, είναι δυνατόν να προκληθούν πολλά επεισόδια υποτροπών, με αποτέλεσμα τελικά σημαντική ελάττωση της οπτικής οξύτητας.
Συχνά προσβάλλονται άτομα υπερκινητικά και αγχώδη (προσωπικότητες τύπου Α). Επίσης, η λήψη κορτιζόνης μπορεί να οδηγήσει σε ενεργοποίηση της πάθησης, γι΄αυτό και συνιστάται η αποφυγή της, εκτός εάν υπάρχει σοβαρός λόγος υγείας που επιβάλλει τη χρήση της.
Η διάγνωση της νόσου απαιτεί εξέταση του βυθού με ειδικούς φακούς, όπου συχνά αποκαλύπτεται μία περιγεγραμμένη υπέγερση του αμφιβληστροειδούς στην ωχρά κηλίδα. Η σαφής όμως διάγνωση και καταγραφή των βλαβών απαιτεί τη διενέργεια τομογραφίας της ωχράς (Optical Coherence Tomography), όπου απεικονίζεται η χαρακτηριστική συλλογή υγρού υπό τον αμφιβληστροειδή, καθώς και αγγειογραφίας των οφθαλμών, η οποία αναδεικνύει τα σημεία διαρροής που προκαλούν τη συλλογή του υγρού.
Στα πρώτα επεισόδια της πάθησης συνήθως δε χρειάζεται θεραπεία καθώς, όπως προαναφέρθηκε, η βλάβη μπορεί να υποχωρήσει μόνη της και η όραση να επανέλθει σε σχεδόν φυσιολογικά επίπεδα. Σε περίπτωση όμως πολλών επεισοδίων ή χρονιότητας της νόσου, εφαρμόζεται αγωγή με μια μορφή ήπιου laser, λίγα λεπτά μετά από την ενδοφλέβια έγχυση ενός φαρμάκου (visudyne).
Η αγωγή αυτή ονομάζεται φωτοδυναμική θεραπεία και συνήθως οδηγεί στην υποχώρηση του υγρού και τη βελτίωση της όρασης, ανάλογα βέβαια με τη σοβαρότητα των ατροφιών που έχουν προκληθεί μέχρι τότε.