Κερατόκωνος
Τι είναι ο Κερατόκωνος
Ο κερατόκωνος είναι μία σπάνια διαταραχή, στην οποία ο κεντρικός ή παράκεντρος κερατοειδής υφίσταται προοδευτική λέπτυνση και κύρτωση, προκαλώντας ανώμαλο αστιγματισμό. Η εμφάνιση του σχετίζεται συχνότερα με ατοπία, αλλεργική κερατοεπιπεφυκίτιδα και τρίψιμο των οφθαλμών, υπνική άπνοια, σύνδρομο Down και παθήσεις του συνδετικού ιστού ενώ υπάρχει και κληρονομική προδιάθεση.
Κατά την πορεία της νόσου παρατηρείται λέπτυνση του στρώματος και του επιθηλίου, αποδιοργάνωση των ινών κολλαγόνου, διάχυτη ουλοποίηση, κατακερματισμός της στιβάδας του Bowman, πτυχές ή και ρήξεις της Δεσκεμετείου μεμβράνης.
Πρόληψη και αποφυγή
Αποτελεσματικός τρόπος πρόληψης-αποφυγής προόδου, εκτός από την αποφυγή των παραγόντων κινδύνου πχ τρίψιμο ματιών, δεν υπάρχει. Οι περισσότερες περιπτώσεις κερατόκωνου είναι συνήθως αμφοτερόπλευρες, αλλά με ασύμμετρη βαρύτητα στους δύο οφθαλμούς. Η έναρξη της πάθησης τοποθετείται στην εφηβεία και επιδείνωση εμφανίζεται συνήθως μέχρι την τέταρτη δεκαετία της ζωής. Ο ασθενής μπορεί να παρατηρήσει συχνές αλλαγές στη διάθλαση του με μη ικανοποιητική ποιότητα όρασης ή μετάβαση από χρήση απλών φακών επαφής σε τορικούς ή ακόμη και σκληρούς.
Έλεγχος και αντιμετώπιση
Κάθε ασθενής με υποψία κερατόκωνου πρέπει να υποβάλλεται σε πλήρη οφθαλμολογικό έλεγχο (οπτική οξύτητα-χωρίς διόρθωση, βέλτιστα διορθούμενη ή με χρήση στενοπικού δίσκου, έλεγχο στη σχισμοειδή λυχνία και κερατομετρία, παχυμετρία, κερατοειδική τοπογραφία). Στην εξέταση στη σχισμοειδή λυχνία παρατηρούνται χαρακτηριστικά σημεία που βοηθούν στη διάγνωση, όπως η κερατοειδική λέπτυνση κεντρικά ή κατώτερα, το σημείο Rizutti, ο δακτύλιος Fleischer, πτυχές του Vogt, παρουσία ύδρωπα και συνοδου ουλοποίησης.
Στόχο της αντιμετώπισης του κερατόκωνου αποτελεί η διατήρηση λειτουργικής οπτικής οξύτητας και η ανάσχεση της προόδου του. Το πρώτο επιτυγχάνεται με τη χρήση διαφόρων τύπων φακών επαφής πχ μαλακών τορικών σε ήπιες περιπτώσεις, σκληρών ή ημίσκληρων, ή ακόμα και φακών που κατασκευάζονται εξατομικευμένα με βάση την τοπογραφία κερατοειδούς του ασθενούς.
Σε ασθενείς νεαρούς, με υψηλό ρίσκο επιδείνωσης, η μέθοδος εκλογής για την αντιμετώπιση του κερατόκωνου είναι η διασύνδεση κολλαγόνου κερατοειδούς (collagen cross linking-CXL). Πρόκειται για μια ελάχιστα επεμβατική τεχνική, που με τη χρήση ριβοφλαβίνης και υπεριώδους φωτός, επάγει τη σκλήρυνση του στρώματος μέσω του σχηματισμού επιπρόσθετων συνδέσμων μεταξύ των ινιδίων του κολλαγόνου του. Η εφαρμογή του CXL μπορεί να γίνει ακολουθώντας διάφορα πρωτόκολλα με παραλλαγές ως προς το αν αφαιρείται το επιθήλιο ή όχι, την ένταση της υπεριώδους ακτινοβολίας και το χρόνο έκθεσης του κερατοειδούς σε αυτή.
Η πλειοψηφία των ασθενών με κερατόκωνο διατηρεί λειτουργική οπτική οξύτητα είτε μόνο με τη χρήση φακών επαφής, είτε με τη χρήση φακών επαφής μετά από σταθεροποίηση του κερατοειδούς με CXL. Για τις υπόλοιπες, βαρύτερες περιπτώσεις μπορεί να χρειαστούν πιο επεμβατικές μέθοδοι, όπως πχ ένθεση ενδοστρωματικών κερατικών δακτυλίων , διαμπερής κερατοπλαστική ή παραλλαγές της.
Οι ασθενείς με κερατόκωνο είναι σημαντικό να διαγιγνώσκονται νωρίς, να υποβάλλονται σύντομα σε CXL, εφόσον αυτό χρειάζεται, και να προσέρχονται σε τακτικούς οφθαλμολογικούς ελέγχους, ώστε να διατηρήσουν ικανοποιητική οπτική οξύτητα σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους.
Φλώρου Χρυσούλα
Χειρουργός Οφθαλμίατρος